ἐξαναγκάσω

ἐξαναγκάσω
ἐξαναγκάζω
force
aor subj act 1st sg
ἐξαναγκάζω
force
fut ind act 1st sg
ἐξᾱναγκάσω , ἐξαναγκάζω
force
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἐξαναγκάζω
force
aor subj act 1st sg
ἐξαναγκάζω
force
fut ind act 1st sg
ἐξαναγκάζω
force
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ἐξαναγκάζω
force
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταθύω — (Α) 1. καίω ως προσφορά 2. προσφέρω, αφιερώνω 3. σκοτώνω 4. φρ. «φίλτροις καταθύσομαι» θα εξαναγκάσω με μαγικές θυσίες, θα μαγέψω …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδίζω — Ν [ψαλίδι] 1. κόβω με ψαλίδι 2. μτφ. α) (σχετικά με χρηματικά ποσά) περικόπτω, ελαττώνω («πάλι ψαλίδισαν τους μισθούς») β) (σχετικά με γραπτά κείμενα ή κινηματογραφικές ταινίες) λογοκρίνω 3. φρ. «θα σού ψαλιδίσω τη γλώσσα» μτφ. (ως απειλή σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”